- ίνα
- Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και σε υφάσματα.
Τις τελευταίες δεκαετίες, στις πατροπαράδοτες φυσικές ί., όπως το μαλλί, το μετάξι, το βαμβάκι κλπ., προστέθηκαν και οι τεχνητές ή ημισυνθετικές (κατασκευασμένες τεχνητά από φυσικές πρώτες ύλες, όπως οι πρωτεΐνες και η κυτταρίνη), καθώς και οι συνθετικές ί. (κατασκευασμένες με χημική σύνθεση των στοιχείων που τις αποτελούν). Σε ορισμένους τομείς, οι τεχνητές και οι συνθετικές ί. τείνουν vα αντικαταστήσουν πλήρως τις φυσικές. Οι υφαντικές ί. μπορούν να υποδιαιρεθούν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: συνθετικές, τεχνητές και φυσικές.
συνθετικές ί. Ί. που προέρχονται από οργανικά ενδιάμεσα προϊόντα που εξάγονται από το πετρέλαιο, το κάρβουνο και το φυσικό αέριο. Ενώ οι τεχνητές ί. προσφέρονται στο εμπόριο ως φτηνά υποκατάστατα των φυσικών ι., οι συνθετικές ί. από τη στιγμή που εμφανίστηκαν κατέλαβαν την ίδια θέση με τις φυσικές ί. εξαιτίας των τεχνικών τους ιδιοτήτων, οι οποίες είναι ανώτερες από τις αντίστοιχες ιδιότητες των φυσικών ι. Πρώτο πλεονέκτημα είναι η τεχνική αντοχή, η οποία, αν και δεν ενδιαφέρει τόσο την παραγωγή ειδών ενδυμασίας και επίπλωσης, είναι απαραίτητη στις βιομηχανικές εφαρμογές. Για παράδειγμα, τα σχοινιά υψηλής ισχύος με ί. από πολυεστέρες έχουν χαρακτηριστικά απολύτως συγκρίσιμα με τα χαρακτηριστικά των σχοινιών από χάλυβα και με καταφανή πλεονεκτήματα βάρους, χειρισμού και διάρκειας.
Η επίτευξη μειγμάτων συνθετικών ι. με φυσικές ί. έδωσε τη δυνατότητα να ενωθούν τα πλεονεκτήματα των δύο κατηγοριών και να μειωθούν έτσι σημαντικά τα σχετικά μειονεκτήματα. Τα κύρια αρνητικά χαρακτηριστικά των συνθετικών ι. είναι η υδροφοβικότητά τους και επιπλέον η δυσάρεστη αίσθηση που προκαλούν κατά την επαφή τους με την επιδερμίδα. Αξιοσημείωτο φαινόμενο είναι η εκδήλωση ηλεκτροστατικής ενέργειας που διευκολύνει τον σχηματισμό μικρών σφαιριδίων ι. που προσκολλώνται στην επιφάνεια του υφάσματος.
Οι κύριες συνθετικές ί. είναι οι ακρυλικές και μοντακρυλικές, οι πολυαμιδικές, οι πολυεστερικές, οι πολυολεφινικές, οι πολυουρεθανικές και οι χλωροΐνες.
Ενώ η παραγωγή των φυσικών ι. είναι χαρακτηριστική στις χώρες όπου ευνοούνται η εκτροφή των ζώων ή η καλλιέργεια των αντίστοιχων φυτών, η παραγωγή των συνθετικών ι. είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στα κράτη που παρουσιάζουν υψηλούς δείκτες εκβιομηχάνισης.
μοντακρυλικές ί. Οι τροποποιημένες αυτές ακρυλικές ί. παράγονται με μεικτό πολυμερισμό ακρυλονιτριλίου και βινυλοχλωριδίου και εμφανίζουν ενδιάμεσες ιδιότητες μεταξύ των κανονικών ακρυλικών ι. και των χλωροϊνών.
Ενώ διατηρούν την απαλότητα και τη μαλακότητα των ακρυλικών ι., έχουν μεγαλύτερη φωτεινότητα, αλλά είναι περισσότερο ευπαθείς στη θερμότητα. Κατατάσσονται στις μη καύσιμες ύλες και χρησιμοποιούνται για τέντες, βαριά ταπέτα και απομιμήσεις δερμάτων.
πολυαμιδικές ί. Είναι οι πρώτες συνθετικές ί. που απέκτησαν σημαντικό εμπορικό ενδιαφέρον. H παραγωγή τους σε ευρεία κλίμακα άρχισε το 1938 και συνεχίστηκε έως το 1963 με μέση ετήσια αύξηση 14%.
Η ανακάλυψή τους (1927) οφείλεται στον Αμερικανό χημικό Γουόλας Χιουμ Κεράδερς (1896-1937), της εταιρείας Du Pont de Nemours, ο οποίος παρασκεύασε ένα πολυαμιδικό πολυμερές από αδιπικό οξύ και εξαμεθυλενοδιαμίνη, δύο ενώσεις που η καθεμία περιέχει έξι άτομα άνθρακα και οι οποίες έχουν αντίστοιχα στα άκρα του μορίου τους δύο καρβοξύλια και δύο αμινικές ομάδες. Ο τύπος αυτός του πολυαμιδίου δόθηκε για πρώτη φορά στο εμπόριο με την ονομασία νάιλον και χαρακτηρίζεται ως 6,6 επειδή προέρχεται από 2 μόρια με 6 άτομα άνθρακα. Για την παραγωγή του υπάρχουν σήμερα πολλές μέθοδοι, αλλά παρασκευάζεται συνήθως από τη φαινόλη με υδρογόνωση προς κυκλοεξανόλη και, ακολούθως, οξείδωση προς αδιπικό οξύ. Η εξαμεθυλενοδιαμίνη, με τη σειρά της, προκύπτει με υδρογόνωση του νιτριλίου του αδιπικού οξέος, που πραγματοποιείται με αφυδάτωση του αμιδίου. Το πολυμερές με έκθλιψη νηματοποιείται σε κατάσταση τήξης και υποβάλλεται σε σιδέρωμα. Ανεξάρτητα από τις ανακαλύψεις του Κεράδερς, ο Γερμανός χημικός Σλανκ της Hoechst συνέθεσε το 1937 ένα πολυαμιδικό πολυμερές με πολυμερισμό της καπρολακτάμης (νάιλον 6). Η παραγω
γή αυτής της ί., που ονομάστηκε περλόν, άρχισε σε ευρεία βιομηχανική κλίμακα το 1943. Οι πρώτες ύλες της είναι το τολουόλιο και η υδροξυλαμίνη. Το κύριο μειονέκτημα αυτού του τύπου ί., σε σύγκριση με το νάιλον, είναι η μεγαλύτερη ευαισθησία του στη θερμότητα και γι’ αυτό δεν χρησιμοποιείται σε ενδύματα που σιδερώνονται.
Μικρότερης εμπορικής σημασίας είναι το νάιλον 11, το οποίο ανακάλυψε το 1944 η εταιρεία Snia Viscosa σε συνεργασία με την Pechiney Organico και το οποίο προσφέρεται στο εμπόριο με το όνομα ριλσάν.
πολυεστερικές ί. Παράγονται με πολυμερισμό του διμεθυλικού εστέρα του τερεφθαλικού οξέος με την αιθυλενική γλυκόλη. Τις ί. αυτές μελέτησε αρχικά o Κεράδερς, αλλά η παρασκευή τους οφείλεται στις εργασίες των χημικών Γουίνφιλντ και Ντίξον της Calico Printers Association, η οποία παραχώρησε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στην Du Pont για την Αμερική και στην αγγλική ICI (Imperial Chemical Industries) για τον υπόλοιπο κόσμο. Οι ί. αυτές παρασκευάστηκαν το 1941 και εισήχθησαν στο εμπόριο από την ICI το 1948 με την ονομασία τεριλέν και αργότερα από την Du Pont με την ονομασία ντάκρον. Είναι δυνατή η παρασκευή τους με διάφορες μεθόδους, από τις οποίες μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η μέθοδος SOHO, με πρώτη ύλη το προπυλένιο, που είναι περισσότερο διαθέσιμο από το ακετυλένιο.
πολυολεφινικές ί. Πρόκειται για συνθετικές ί. που αποτελούνται κατά 85% από αιθυλένιο, προπυλένιο ή άλλες ολεφινικές υπομονάδες (δηλαδή μακριές αλυσίδες υδρογονανθράκων). Οι κυριότεροι αντιπρόσωποι είναι οι πολυαιθυλενικές και οι πολυπροπυλενικές ί. Οι πρώτες δεν είχαν εμπορική επιτυχία και αντικαταστάθηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά από τις πολυπροπυλενικές, που έγιναν ευπρόσδεκτες στο εμπόριο. Αποτελούνται ουσιαστικά από προπυλένιο και η πραγματοποίησή τους στηρίχτηκε στις ανακαλύψεις του Καρλ Βάλντεμαρ Ζίγκλερ και στις εργασίες του Τζούλιο Νάτα ο οποίος, μετά το 1954, ανακάλυψε τον στερεοειδικό πολυμερισμό, δηλαδή τη δυνατότητα να λαμβάνει μακρομόρια σχεδόν αποκλειστικά γραμμικά παρότι εμφανίζονται σε τρεις διαστάσεις.
Από τις πιο ενδιαφέρουσες ί. αυτού του τύπου είναι το μερακλόν με εξαιρετικά μηχανικά χαρακτηριστικά και ευρεία εφαρμογή στον τομέα των επιπλώσεων (τάπητες). Το κύριο μειονέκτημα, κοινό σε όλες τις υδρογονανθρακικές ί., είναι το χαμηλό σημείο τήξης, που καθιστά προβληματικό το σιδέρωμα και επιφέρει βλάβες, όταν το υλικό έρθει σε επαφή με θερμά αντικείμενα ή γειτνιάσει με πηγές θερμότητας.
To κύριο θετικό χαρακτηριστικό τους συνίσταται στην ελαφρότητα της ύλης τους. Εκτός από τις πολυαιθυλενικές ί., όπως το κουρλέν που δεν είχε μεγάλη επιτυχία, το μερακλόν είναι η μοναδική συνθετική ί. με ειδικό βάρος μικρότερο από το νερό. Η ιδιότητα αυτή την κάνει κατάλληλη για δίχτυα αλιείας, ναυτικά σχοινιά κλπ. Παρά τις ευμενείς προβλέψεις, το μερακλόν δεν βρήκε ακόμα αποτελεσματική εφαρμογή στον τομέα των ενδυμάτων, κυρίως γιατί είναι δυσάρεστο στην αφή (κηρώδες), παρουσιάζει σημαντικές δυσκολίες βαφής και θερμοστατικής και εμφανίζει έντονη τάση προς το φαινόμενο pilling.
πολυουρεθανικές ί. Οι σχετικές έρευνες άρχισαν στη Γερμανία (Perlon U) κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και επαναλήφθηκαν στην Αμερική από την εταιρεία Du Pont, που κατόρθωσε να παράγει μια ελαστομερή ί., τη λίκρα, την οποία διέθεσε στο εμπόριο το 1959 και της οποίας η ελαστικότητα συγκρίνεται με αυτήν του ελαστικού. Τα νήματα λίκρα χρησιμοποιούνται για τη βελτίωση αθλητικών και ελαστικών ειδών και τείνουν vα αντικαταστήσουν το λαστέξ, δηλαδή το νήμα από εσωτερικό νήμα ελαστικού που επενδύεται με βαμβάκι ή νάιλον. Μία από τις πιο πρόσφατες εφαρμογές έγινε στην κατασκευή ελαστικών καλτσών, όπως οι Supphose, οι οποίεςκυκλοφόρησαν σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Πάντως οι πολυουρεθανικές ί. δεν έχουν ακόμα αναπτυχθεί ικανοποιητικά. Οι ί. που λέγονται σπαντέξ είναι πολυουρεθάνια που προκύπτουν από την αντίδραση μιας γλυκόλης με ένα διισοκυανικό παράγωγο και περιέχουν εναλλακτικά αμιδικούς και αιθερικούς δεσμούς.
χλωροΐνες. Τις πρώτες χλωριούχες ί. ανακάλυψε ο Κλάτε της γερμανικής εταιρείας Griesheim-Elektron το 1913, οι τεχνικές όμως δυσκολίες εμπόδισαν τότε την παρασκευή τους. Οι έρευνες συνεχίστηκαν στη Γερμανία και το 1931, ο Χούμπερτ της εταιρείας J.G. Farbenindustrie κατασκεύασε μια ί., την πε-σε, η οποία διατέθηκε στο εμπόριο το 1934. Αν και ήταν η πρώτη συνθετική ί., η πε-σε δεν είχε επιτυχία είτε εξαιτίας του υψηλού κόστους παραγωγής της είτε εξαιτίας των αμφίβολων φυσικοχημικών της ιδιοτήτων. Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, η εταιρεία Rhodiaceta προσέφερε στην αγορά το ροβίλ και το 1954 η ιταλική Polymer άρχισε να παράγει το μοβίλ. Οι ί. αυτές, με χαρακτηριστικά αισθητά ανώτερα από τις προηγούμενες, είχαν μια σχετική επιτυχία στον τομέα των εσωρούχων και χρησιμοποιήθηκαν, επειδή ήταν άκαυστες, σαν υφάσματα επίπλωσης. Το κύριο ελάττωμα των χλωροϊνών παραμένει η ευαισθησία τους στη θερμότητα και αυτό περιορίζει τη χρήση τους. Τα υφάσματα δεν μπορούν να σιδερωθούν και παραμορφώνονται στο βραστό νερό. To 1966, η εταιρία ACSA κατασκεύασε μία νέα ί., τη λεαβίν, που έχει μεγαλύτερη σταθερότητα στη θερμότητα. Οι χλωροΐνες παράγονται από βινυλοχλωρίδιο, το οποίο προκύπτει από το ακετυλένιο με προσθήκη υδροχλωρίου. Η παραγωγή χλωροϊνών αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στη Γαλλία, στην Ιταλία, στην ανατολική Ευρώπη, στην Ιαπωνία και ανέρχεται περίπου σε 25.000 τόνους τον χρόνο.
τεχνητές ί. Υφαντικές ί. που παράγονται από χημικές ουσίες φυσικής προέλευσης. Δύο σημαντικοί αντιπρόσωποι αυτής της κατηγορίας είναι οι κυτταρινούχες και οι πρωτεϊνικές ί. Οι πρώτες παρασκευάζονται από κυτταρίνη και περιλαμβάνουν τη ρεγιόν και τις τροποποιημένες ί., ενώ οι δεύτερες παρασκευάζονται από πρωτεΐνες και περιλαμβάνουν τις ί. μερινόβα και άλλες με λιγότερο ενδιαφέρον.
Οι ρεγιόν είναι ί. στις οποίες οι υποκαταστάτες έχουν αντικαταστήσει τα υδρογόνα των υδροξυλικών ομάδων του μορίου της κυτταρίνης σε ποσοστό όχι μεγαλύτερο από 15%. Παράγονται από τη φυσική κυτταρίνη του ξύλου ή από τα αποφλοιώματα του βαμβακιού (χνούδι λίγων χιλιοστών από τους σπόρους του βαμβακιού), με διαλυτοποίηση και έκθλιψη σε λουτρό κροκίδωσης, διατηρώντας συγχρόνως τη φυσική δομή του μορίου. Η παραγωγή τους άρχισε το 1885 περίπου, με τα πειράματα του Γάλλου τεχνικού Ιλέρ ντε Σαρντονέ (1839-1924), ο οποίος παρασκεύασε νίτρο ρεγιόν με εκχύλιση διαλυμάτων νιτροκυτταρίνης, τα οποία στη συνέχεια υπέβαλε σε απονίτρωση. Η ί. αυτή ήταν εξαιρετικά εύφλεκτη και τα πολλά αρνητικά χαρακτηριστικά της την έκαναν πολύ γρήγορα μη εφαρμόσιμη. Αντικαταστάθηκε, στη συνέχεια, από τη ρεγιόν βισκόζη, η οποία παρασκευάζεται από διαλύματα ξανθογονικής κυτταρίνης. Η μέθοδος αυτή αποτελεί τη βάση της σύγχρονης βιομηχανικής παραγωγής ρεγιόν. Συγκεκριμένα, η διαδικασία κατεργασίας της βισκόζης περιλαμβάνει τον εμποτισμό των φύλλων κυτταρίνης σε καυστικό νάτριο, τον τεμαχισμό τους και τη μετατροπή τους σε αλκαλική κυτταρίνη. Ακολουθεί κατεργασία με διθειάνθρακα για τον σχηματισμό της ξανθογονικής κυτταρίνης, ωρίμανση και διήθηση του διαλύματος μέσα από την κλωστική μηχανή. Τέλος, τα νήματα διέρχονται μέσα από όξινο λουτρό, το οποίο υδρολύει τον ξανθογονικό εστέρα (βλ. λ. εστέρες) και αναγεννά την κυτταρίνη.
Σχετικά πιο σύγχρονο ως βιομηχανικό επίτευγμα είναι το χαλκοαμμωνιούχο νήμα (μπέρμπεργκ) που διαφέρει από την ρεγιόν βισκόζη στο σύστημα διαλυτοποίησης της κυτταρίνης. Με τη μέθοδο αυτή, η κυτταρίνη διαλυτοποιείται με ένα αντιδραστήριο, το οποίο αποτελείται από εναμμώνιο υδροξείδιο του χαλκού (αντιδραστήριο Σβάιτσερ). Σε αυτή την περίπτωση το όξινο λουτρό μετά την έκθλιψη χρειάζεται κατεργασία για να απομακρυνθεί ο χαλκός και η αμμωνία. To μειονέκτημα αυτής της μεθόδου είναι η ανάγκη vα αποβληθούν νερά που περιέχουν χαλκό και τα οποία, εξαιτίας της τεράστιας ποσότητάς τους, προϋποθέτουν εγκαταστάσεις με απίθανες διαστάσεις.
Το τρίτο είδος ρεγιόν είναι το ασετάτ, το οποίο παρασκευάζεται από την οξική κυτταρίνη, δηλαδή κυτταρίνη η οποία έχει υποστεί εστεροποίηση με οξικό οξύ. To ρεγιόν αυτό είναι τελείως διαφορετικό από τα άλλα και μπορεί να θεωρηθεί ως ενδιάμεσο είδος τεχνητών και συνθετικών ι., γιατί μετά την κατεργασία η κυτταρίνη δεν αναγεννάται και η ί. που προκύπτει αποτελείται από την ακετυλιωμένη μορφή της κυτταρίνης.
Τα ρεγιόν προσφέρονται στο εμπόριο σε τιμή σημαντικά χαμηλότερη από την τιμή των άλλων υφαντικών ι., αλλά δεν έχουν κατορθώσει να συναγωνιστούν αποτελεσματικά το βαμβάκι, επειδή οι ί. αυτές παρουσιάζουν αναρίθμητα μειονεκτήματα, μεταξύ των οποίων η έλλειψη αντοχής (ειδικά στην υγρασία), το εύκολο τσαλάκωμα και η παραμόρφωση.
Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο παράχθηκαν νέες ί. οι οποίες, αν και αποτελούνταν από κυτταρίνη, εμφάνιζαν διαφορετικά φυσικά και μηχανικά χαρακτηριστικά και γενικά πολύ ανώτερα από το παλαιό ρεγιόν. Οι ί. αυτές, που ονομάζονται τροποποιημένες και ρεγιόν υψηλής αντοχής, χαρακτηρίζονται από μια μοριακή δομή με διαφορετική διάταξη, η οποία προσδίδει μεγαλύτερη σταθερότητα στην υγρασία και μηχανική αντοχή συχνά ανώτερη και από το βαμβάκι. Οι ί. υψηλής αντοχής χρησιμοποιήθηκαν σε νέες βιομηχανικές εφαρμογές, όπως στην κατασκευή των σκελετών των ελαστικών, ενώ οι τροποποιημένες τεχνητές ί. εισήχθησαν γενικά στη βιομηχανία εσωρούχων και σπόγγων. Επειδή έχουν μεγαλύτερη υγροσκοπικότητα, οι τροποποιημένες τεχνητές ί. τείνουν επίσης vα αντικαταστήσουν το βαμβάκι στα μείγματα με υψηλά ποσοστά πολυεστερικών ι.
Από τις πρωτεϊνικές ί. χαρακτηριστικά αναφέρουμε τη μερινόβα (άλλοτε ονομαζόταν λανιτάλ), που παράγεται από την καζεΐνη του γάλακτος, ύστερα από επεξεργασία με μυρμηκική αλδεΰδη και άλλες πηκτικές ουσίες. Η ί. αυτή παραμορφώνεται εύκολα με ελάχιστο φορτίο, όμως εξαιτίας της χαμηλότατης τιμής της βρίσκει ακόμα και σήμερα εκτεταμένη εφαρμογή σε φτηνά είδη εριουργίας.
φυσικές ί. Ί. προερχόμενες από φυτά, ζώα ή ορυκτά, οι οποίες χαρακτηρίζονται αντίστοιχα φυτικές, ζωικές ή ορυκτές. Οι υφαντικές φυσικές ί. προσφέρονται στον άνθρωπο από τη φύση και είναι γνωστές από την αρχαιότητα. Οι εμπορικά σημαντικές φυσικές ί. είναι οι κυτταρινούχες που λαμβάνονται από σπόρους, κορμούς και φύλλα φυτών, οι πρωτεϊνικές που λαμβάνονται από τρίχωμα ή κουκούλι ζώων και οι ορυκτές κρυσταλλικές ί. προερχόμενες από τον αμίαντο. Οι ί. αυτές, αφού υποστούν με το χέρι την αναγκαία κατεργασία, είναι κατάλληλες να μετατραπούν σε νήμα. Λαμβάνονται ύστερα από επεξεργασία, όπως είναι το κούρεμα των προβάτων για να πάρουμε το μαλλί, ο εκκοκκισμός του βαμβακιού, το βρέξιμο του κανναβιού και η εκτροφή των μεταξοσκωλήκων για την παραγωγή του μεταξιού.
Μικροφωτογραφία, μεγεθυμένη περίπου 300 φορές, φυσικής ίνας από βαμβάκι.
Οι ίνες, σε εγκάρσια τομή, παρουσιάζουν χαρακτηριστικές μορφές? στη φωτογραφία, το εξάλοβο πολυαμίδιο 6, μεγεθυμένο κατά περίπου 800 φορές.
Ο προσδιορισμός των υφάνσιμων ινών, σχεδόν αδύνατος με πειραματικό ενόργανο έλεγχο εξαιτίας της μεγάλης ομοιότητας που έχουν στην εμφάνιση, πραγματοποιείται μικροσκοπικά με συνδυασμένη εφαρμογή ενός αντιδραστηρίου και φακών πόλωσης. Στη φωτογραφία, ίνα μαλλιού σε μεγέθυνση.
Οξικό ρεγιόν, είδος τεχνητής ίνας.
Πολυαμιδικό νάιλον 6,6, είδος συνθετικής ίνας, σε μεγέθυνση.
Μία πολυπροπυλενική ίνα.
Μία ίνα πολυακριλονιτριλική.
* * *(I)η (ΑΜ ἴς, ἰνός)καθένα από τα νηματια που απαρτίζουν ζωικό, φυτικό ή ορυκτό σώμα και τα οποία έχουν επιμήκη λεπτή μορφήνεοελλ.1. ανατ. ονομασία που δίνεται σε ανατομικά στοιχεία με διαφορετικούς ρόλους τα οποία έχουν κοινό χαρακτηριστικό τη μακριά και λεπτή μορφή (α. «μυϊκές ίνες» β. «νευρικές ίνες» γ. «συνδετικές ίνες»)2. βοτ. στον πληθ. οι ίνεςπολύ επιμήκη κύτταρα με παχιές μεμβράνες τα οποία αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος τού στερεωτικού συστήματος τών φυτώναρχ.1. τένοντας2. νεύρο («οὐ γὰρ ἔτι σάρκας τε καὶ ὀστέα ἶνες ἔχουσιν», Ομ. Οδ.)3. η ινική* τού αίματος4. λωρίδα παπύρου («ταῑς τῶν χαρτῶν ἰσίν»)5. μτφ. ήρωας, πολεμιστής.[ΕΤΥΜΟΛ. Έχει υποτεθεί ότι στη λ. ΐς υπήρχε -F-, όπως συνάγεται από το ομηρικό μέτρο, πράγμα που οδήγησε στη σύνδεση τής λ. με το (F)is «δύναμη» (βλ. λ. ις). Υποστηρίχθηκε δηλ. είτε ότι η κλίση ἰν-ός, ἶν-α κ.λπ. προήλθε από την αιτιατ. ἶν (προ φωνήεντος) τού ουσ. ἴς «δύναμη» είτε ότι το θ. ἰν- ανάγεται σε IE *wĩs- < *wīs-n-, απ' όπου υστερογενώς προήλθε η ονομαστ. ἴς, ενώ η σημ. «νεύρο» αποτελεί νεωτερισμό τής Ελληνικής. Αν όμως αποκλειστεί η σχέση τής λ. με το ἴς «δύναμη», τότε δεν υπάρχει βέβαιη ετυμολογία. Υπετέθη απλώς σχέση με τη ρίζα τού ἴτυς* και με τη γλώσσα τού Ησύχ. γίς-ἱμάς.ΠΑΡ. ινίο(ν), ινώδηςαρχ.ιναία, ινώμσν.ινάριοννεοελλ.ινίδιο.ΣΥΝΘ. (Α’ συνθετικό) αρχ. ινοειδήςνεοελλ.ινοβλάστη, ινοβλάστωμα, ινοθώρακας, ινοκυστικός, ινολίπωμα, ινομύζωμα, ινομύωμα, ινοπαγής, ινοσάρκωμα, ινόστεμμα. (Β' συνθετικό) αρχ. άινος, εύινος, λεπτόϊνος, ολιγόϊνος, πολύϊνος].————————(II)(ΑΜ ίνα)(τελικ. σύνδ.) α) για να, με σκοπό να («ἵνα δὴ μή τινα τῶν νόμων ἀναγκασθῇ λῡσαι», Ηρόδ.)β) φρ. «ἵνα τί» — για ποιό λόγο, γιατί; («θεέ μου, θεέ μου ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες;», ΚΔ)μσν.-αρχ.με αποτέλεσμα να, ώστε να...αρχ.1. (σύνδ.) (ελλειπτ. χρήσεις) α) για να οριστεί ο σκοπός τών λεγομένων (i. «Ζεὺς ἔσθ', ἵν' εἰδῇς» — υπάρχει ο Δίας, στό λέω να τό ξέρεις, Σοφ.ii. «ἵν' ἐκ τούτων ἄρξωμαι» — για ν' αρχίσω απ' αυτά, Δημοσθ.)β) με προτρεπτική σημασία («ἵνα ἐλθὼν ἐπιθῇς τὰς χεῑρας αὐτῇ», ΚΔ)γ) φρ. «ἵνα τί» ή «ἵνα δὴ τί» — για ποιό σκοπό, προς τί2. επίρρ. α) εκεί, σ' εκείνο το σημείο («κείνους δὲ κιχησόμεθα πρὸ πυλάων... ἵνα γάρ σφιν ἐπέφραδον ἠγερέθεσθαι» — θα τούς συναντήσουμε μπροστά απ' τις πύλες, γιατί εκεί τούς παρήγγειλα να συγκεντρωθούνβ) όπου, εκεί όπου («στήσε δ' ἄγων ἵν' Ἀθηναίων ἵσταντο φάλαγγες» — τούς οδήγησε και τούς τοποθέτησε εκεί όπου είχαν παραταχθεί οι φάλαγγες τών Αθηναίων, Ομ. Ιλ.)γ) για περιστάσεις («γάμος, ἵνα χρή» — γάμος, κατά τον οποίο πρέπει...)δ) (με γεν.) σε ποιὸ μέρος, σε τί σημείο (i. «ἵνα τῆς χώρης» — σε ποιὸ σημείο τής χώρας, Ηρόδ.ii. «ἵνα εἶ κακοῡ» — σε τί κακό βρίσκεσαι, Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵ-νατο ἵ- πιθ. < ΙΕ αναφορικό *yo- (στο οποίο ανάγεται και η αναφορ. αντων. ὅς «ο οποίος»), ενώ ως προς την κατάλ. -να η λ. συνδέεται με τους τ. τής αρχ. ινδ. ye-na, te-na, που δηλώνουν όργανο, μέσο. Η λ. ἵνα, επειδή ως επίρρ. συντασσόταν με υποτακτική, έλαβε αργότερα τη χρήση τελικού συνδέσμου και σημ. «για να». Από τον τ. ἵνα προήλθε ο νεοελλ. σύνδ. να*].
Dictionary of Greek. 2013.